- κεντηνάριος
- κεντηνάριος, ὁ (ΑΜ)1. αξιωματούχος που έπαιρνε μισθό 100.000 σηστερίους2. ταμίας, εισπράκτορας φόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centenarius].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντηναρίους — κεντηνάριος centenarius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηνάριοι — κεντηνάριος centenarius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηναρία — κεντηναρία, ἡ (Α) [κεντηνάριος] επιγρ. το αξίωμα τού κεντηναρίου … Dictionary of Greek
κεντηναρίοιν — κεντηνάριον weight of neut gen/dat dual κεντηνάριος centenarius masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηναρίοις — κεντηνάριον weight of neut dat pl κεντηνάριος centenarius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηναρίου — κεντηνάριον weight of neut gen sg κεντηνάριος centenarius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηναρίων — κεντηνάριον weight of neut gen pl κεντηνάριος centenarius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηναρίῳ — κεντηνάριον weight of neut dat sg κεντηνάριος centenarius masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντηνάριον — weight of neut nom/voc/acc sg κεντηνάριος centenarius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)